αγαλάχτιστος

αγαλάχτιστος
-η, -ο [γαλαχτίζω]
(για ζύμη και ψωμί) αυτός που δεν γαλαχτίστηκε, δεν βράχηκε δηλ. με τα χέρια κατά το ζύμωμα, ώστε να παραχθεί γαλακτώδης ουσία από το άμυλο και το νερό, η οποία απορροφάται βαθμηδόν από τη ζύμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”